συνταγματικός

συνταγματικός
constitutionnel

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… …   Dictionary of Greek

  • συνταγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σύνταγμα: Δημοσιεύτηκε ο νέος συνταγματικός χάρτης της πολιτείας. 2. «συνταγματικός βασιλιάς», αυτός που κυβερνά με βάση το σύνταγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνταγματικά — συνταγματικός of neut nom/voc/acc pl συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc/acc dual συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταγματικῶν — συνταγματικός of fem gen pl συνταγματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταγματικῆς — συνταγματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισυνταγματικός — ή, ό αυτός που αντιβαίνει προς τις διατάξεις του συντάγματος («αντισυνταγματικός νόμος», «αντισυνταγματική διάταξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + συνταγματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • συνταγματικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού συνταγματικού, το να είναι κάτι σύμφωνο με τις διατάξεις τού συντάγματος («αμφισβητείται η συνταγματικότητα τού νέου νόμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγματικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνταγματικότης, μαρτυρείται από το 1831 στην… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”